-
1 μεθορμιζω
ион. μετορμίζω1) ( о кораблях) переводить в другой порт, перемещать(ἐς Σηστόν Xen.)
; med. переходить, переплывать(ἐκ τῆς Νάξου ἐς τέν Κατάνην Thuc.)
2) перен. отвлекатьτοῦ σκυθρωποῦ μ. τινά Eur. — рассеять чью-л. угрюмость;
μεθορμίσασθαι μόχθων πάρα Eur. — искать спасения от бедствий3) перемещать, переставлятьἐξ ἕδρας μ. (sc. τὸν πλόκαμον) Eur. — привести в беспорядок прическу
См. также в других словарях:
Σηστόν — Σηστός fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σηστόν — σηστός the sifter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθορμίζω — (Α μεθορμίζω, Α και ιων. τ. μετορμίζομαι) 1. μετακινώ ή μεταφέρω πλοίο από ένα λιμάνι σε άλλο («καὶ παραινοῡντος εἰς Σηστὸν μεθορμίσαι τὸν στόλον», Πλούτ.) 2. μέσ. μεθορμίζομαι (για πλοίο) καταπλέω από ένα λιμάνι σε άλλο (α. «ο στόλος… … Dictionary of Greek
σηστό(ν) — (I) τὸ, Α [σήθω] πιθ. μέτρο βάρους καρπών («σηστὸν καρύων ποντικῶν», πάπ.). (II) το, Ν βιολ. το σύνολο τών ζωντανών οργανισμών και σωματιδίων που επιπλέουν παθητικά στο νερό, το οποίο υποδιαιρείται σε πλαγκτόν, πλευστόν, νευστόν, υπονευστόν και… … Dictionary of Greek